Ο
φόρος υποτέλειας, ο αιματοβαμένος
μές
του Αιγέα το μυαλό, φαντάζει στοιχιωμένος
Γιατί
θωρεί τους οδυρμούς, το κλάμα και τον πόνο
π’
επικρατεί στην πόλη ‘ντου, κάθε καινούργιο χρόνο
Όταν
αποχωρίζονται, οι μάνες τα παιδιά τους
βαριά
κατάρα οι Θεοί, χρεώσαν την γενιά τους.
Λυπάται
και ο βασιλιάς, π’ αδυνατεί να πράξει
την
πόλη του απ’ το κακό,αυτό να απαλάξει.
Θεών
οργή προκάλεσαν, με την δολοφονία
του
ξένου Κνώσιου νικητή, στην ιερολατρεία.!!
Και
πιό βαριά αισθάνεται, την εδική ‘ντου ευθύνη
σαν
πλησιάζει ο καιρός, η κλήρωση να γίνει,
στα
δεκατέσερα παιδιά, που θα αποσταλούνε
εις
τον Κρητομινώταυρο,τροφή ‘ντου να γενούνε.
Κι’
όλη η πόλη βρίσκεται, αναταραχεμένη
μέσα
στην μαύρη συμφορά του πόνου βουτημένη..
Ποιές
πόρτες κακορίζικες, η μοίρα θα χτυπήσει
κι’
ότι πολυτιμότερο, έχουν θα τους στερήσει..!
Αυτός
ο φόρος αίματος, χρόνια κρατάει τώρα
και
ο Θησέας σκέφτεται, πως έφτασε η ώρα,
να
δώσει λύση σε αυτή την παιδοτραγωδία,
την
αιματοσταλάζουσα, φοροθηριωδεία.!
Τον
κύρη ντου παρακαλεί, να τον συμπεριλάβει
στον
θυματοκατάλογο, τον νέο που θα βγάλει..
Ο
άρχων και πατέρας του, διστάζει ν’ απαντήσει
φοβάται
ότι ζωντανός, δεν θα ξαναγυρίσει
ο
γιός του ο μονάκριβος και θρονοκληρονόμος
και
πιό βαρύς θα απλωθεί, στην πόλη του ο πόνος,
Εντέλει
αναγκάζεται να το ‘νε προσμετρήσει
στον
θανατοκατάλογο, απού’χει απαρτήσει..!!!
Ορίζει
τον Ναυσίθοο, ως πλοιοκυβερνήτη
κι’
από το Φάληρο πανιά, απλώνουν για την Κρήτη
μεσόμηνα
της Άνοιξης, αρχές του Μουνιχιώνα
που
ηρεμούνε οι καιροί κι’ ο νούς του Ποσειδώνα.!
Με
σπαραγμούς και οδυρμούς, τους αποχαιρετάνε
μαύρο
μεσίστιο πανί, στο πλοίο τους κρεμάνε.
Και
λέει τους ο βασιλιάς, αν ζωντανοί γυρίσουν
άσπρο
πανί εις τον ιστό, μεγάλο ν’ αναρτήσουν.!
Στου
Ποσειδώνα τον ναό,του θαλασσοπροστάτη
θα
αγναντεύγω να το ‘δώ, ν’ απλώνει στο κατάρτι.
Εκεί
στο Σούνιο ψηλά το ανεμοδαρμένο
σημάδι
στον ορίζοντα, δικό σου θα προσμένω.!!!!
Σχεδόν
δύο μερόνυχτα, χρειάστηκε να φτάξει
στης
Κρήτης την βορνή πλευρά, το πλοίο να αράξει..
Παίρνουν
τους μελοθάνατους και τους καθοδηγάνε,
στου
Μίνωα του Κνώσιου, τ’ ανάκτορα τους πάνε..
Στο
έξω περιστήλιο, τα χέρια τους ξελύνουν
και
λευτεριά προσωρινή, οι ιερείς τους δίνουν.
Εις
τους Θεούς κάνουν σπονδή κι’ αναίμακτη θυσία
να
εξαγνίσουν εαυτούς, από την αμαρτία,
Και
η θανατική ποινή, την πόλη μη βαρύνει
που
εκοσμοβασίλευγε, πάντοτε εν ειρήνη,
μέχρι
που τον Ανδρώγεο, εκακοθανατώσαν
και
την καρδιά του βασιλιά, άνανδρα ελαβώσαν..!!
Στις
φυλακές του παλατιού, όλους μαζί τους κλείνουν
μέχρι
να ‘ρθεί η ώρα ‘ντους, τροφή θεριού να γίνουν.
Απ’
αψηλό παράθυρο, η Αριάδνη βλέπει
και
του Θησέα η μορφή, στην αματιά τζης πέφτει
μέσα
στα νεαρά παιδιά εκείνος ξεχωρίζει
από
την σωματομορφιά, που τον χαρακτηρίζει
Κι’
ερωτικό συναίσθημα, Θεόσταλτο ξυπνάει
απου
τη νε μυαλοδηγεί, κοντά του για να πάει..
Ομορφομινωίτισα,
του Μίνωα καμάρι
στο
νού σου ξετυλίγεται, του έρωτα κουβάρι,
Και
στου Θησέα το κελί, νυχτιάτικα σε βγάνει
που
τάζει σου άμα σωθεί, βασιλικό στεφάνι..
Ένα
μαχαίρι αμφίστομο, του κρυφοπαραδίνει
και
ένα μίτο με κλωστή,στα χέρια ‘ντου αφήνει
να
τ’ αμολάει πίσω ντου, όπως θα αλαργώνει
στον
σκοτεινό λαβύρινθο,που σπηλιοδιακλαδώνει
Κι’
άμα σκοτώσει το θεριό, να ξαναβρεί τον δρόμο
τσ’
επιστροφής να μή χαθεί σ’ αυτό τον κάτω κόσμο.!!
Μουγκρίζει
ο Μινώταυρος και το παλάτι σιέται
καιρό
πολύ να ταειστεί, έχει και δεν κρατιέται
Ανοίγουνε
τσι φυλακές, τον πρώτο νιό να πάρουν
και
μέσα στον λαβύρινθο, να το νε ξαμολάρουν..
Ορθόνεται
ατρόμητος, μπροστά τους ο Θησέας
και
ψύχραιμα ‘ποχαιρετά, τους άλλους της παρέας.
Στα
Δαιδαλώδη σκοτεινά, υπόγεια τον κλείνουν
στο
έλεος της μοίρας του, το τυχερό ντου αφήνουν.
Τον
μίτο δένει σταθερά και το νε ξετυλίγει
καθώς
στις σκοτεινές στοές, προσεχτικά βαδίζει.
Τα
μουγκρητά ακολουθεί, δέν δείχνει να φοβάται
ποτέ
η ψυχή απ’ του μυαλού, το φόβο δεν ηττάται
Κατέχει
πως είναι στερνή, των Αθηνών ελπίδα
και
νικητή τον καρτερεί, οπίσω η πατρίδα..
Κι’
ένας πατέρας άμοιρος στον όρμο του Σουνίου,
αδυμονεί
λευκό πανί, να ‘δεί σε ξάρτια πλοίου.
Αυτός
ο φόρος αίματος, πρέπει να σταματήσει
και
λεύτερη η χώρα ντου, χωρίς ντροπές να ζήσει.!
Αυτά
του έρχονται στο νού κι’ οπλίζεται με θάρρος
κι’
ούτε θεριό τρομάζει τον, ούτε κι’ ο μαύρος χάρος.
Μές
το σκοτάδι το βαθύ, δυό μάτια φωσφορίζουν
και
δυό ρουθούνια την καυτή, ανάσα τους σκορπίζουν.
Σώμα
ανθρώπου μαλιαρό, γιγαντοκαμωμένο
όρθιο,
ταυροκέφαλο, και σκληροπετσωμένο..
Ένα
ανθρώπινο κορμί, κάθε τρείς εβδομάδες
αζωντανό
του πρόσφεραν, οι θεριοταηστάδες..
Τερατογέννημα
Θεών, πλάσμα καταραμένο
του
Ποσειδώνα η οργή, τό’χε μεταλαγμένο.!!
Σφίγγει
ο Θησέας στιβαρά, το δίκοπο μαχαίρι
κι’
αρπάζει ντου τα κέρατα, με το ζερβό του χέρι.
Με
δύναμη καρφώνει το ‘ξωπίσω απ’ το λαιμό ντου
και
βγάζει όλο το μένος του και όλο τον θυμό ντου.
Λυγίζει
το στα γόνατα και το ξανακαρφώνει
και
κατά γής αιμόφυρτο, στο χώμα το ξαπλώνει.
Τα
τελευταία μουγκρητά, σπηλιοδιακλαδώνουν
μες
τα σκοτάδια πνίγονται και αποδυναμώνουν.
Την
κεφαλή ντου σύριζα, κόβγει και τη νε παίρνει,
του
μίτου του σωτήριου, ‘κλουθά και όξω βγαίνει.
Οι
φύλακες στην είσοδο, τον βλέπουν και τρομάζουν
αίματα
απ’ τα χέρια ντου και το κορμί ντου στάζουν
Ανοίγουνε
τσι σιδεριές, άφωνοι έχουν μείνει
το
νεκροταυροκέφαλο,στα πόδια τους αφήνει.!
Μαθαίνει
ντο ο βασιλιάς κι’ οι συμπολίτες όλοι
Ήρωα
τον αποκαλούν και τον τιμά η πόλη
Θεοί
τον προστατεύσανε, την εύνοιά τους έχει
και
δέν μπορεί ο Μίνωας, σκλάβο ντου να τον έχει..
Δίνει
εντολή ελεύθερους, όλους να τους αφήσουν
να
πάρουνε το πλοίο τους και να πισωγυρίσουν.
Αφού
οι ύψιστοι Θεοί, τέτοια βουλή εδώσαν
και
τον θεριομινώταυρο, χέρια θνητού σκοτώσαν,
ο
φόρος αίματος εδώ, των Αθηνών τελειώνει
και
τους λαούς πάλι φιλιά, καινούργια θα ενώνει..!!!
Με
την χαρά στα πρόσωπα, όλων ζωγραφισμένη
ελευθεροστοχάζονται,
σαν ξαναγεννημένοι.
Στον
θάνατο ταξίδεψαν, στην πόρτα απ’ έξω φτάσαν
μα
η τύχη, τους βοήθησε και δέν την προσπεράσαν..
Θεούς
και μοίρα ευγνωμονούν,δοξάζουν τους ανθρώπους
που
‘δώσαν τέλος στο κακό, που μάστιζε δυό τόπους..
Με
συναισθήματα χαράς και με καλά μαντάτα
παίρνουνε
της επιστροφής, του γυρισμού την στράτα..
Η
Αριάδνη στα κρυφά, φτάνει στην προκυμαία
και
μυστικά ακολουθεί, τον ήρωα Θησέα
Κι’
όπως της υποσχέθηκε, μαζί του τη νε παίρνει
η
τύχη ντου κι’ η μοίρα τζης, στο ίδιο δρόμο βγαίνει
Πανιά
απλώνουν γρήγορα και λυούνε το καράβι
πριχού
ο άρχων την φυγή, τσι κόρης καταλάβει
Και
ξαλαργώνουν του νησιού, μα την πορεία χάνουν
στην
Νάξο βορειοδυτικά, αέρηδες τους βγάνουν.
Άγκυρα
ρίχνουν στα ρηχά, μέχρι να σταματήσει
ο
Αίολος την ταραχή κι’ η θάλασσα ηρεμίσει.!
Εις
του Θησέα το μυαλό, ο σκανδαλοζηλιάρης
Διόνυσος
δίνει βουλή, ο κρασομπεκρουλιάρης
Την
Αριάδνη στο νησί, φεύγοντας να τ’ αφήσει
παράφορα
και άδηλα, την είχε αγαπήσει.
Και
ήθελε γυναίκα ντου, δική του να την κάνει
βάζοντας
στο κεφάλι της, χρυσόπλεχτο στεφάνι
Και
ιερή βασίλισσα, της Νάξου να την στέψει
αφου
την παρθενομορφιά, πρώτος αυτός της κλέψει.
Πώς
του Θησέα το μυαλό, τ’ όνειρο ν’ αγνοήσει
κι’
επιθυμία Ολύμπιου, Θεού να αθετήσει
Κρυφά
την νύχτα φεύγουνε, αφήνοντας μονάχη
την
Αριάδνη στο νησί, Θεού φροντίδα νά ‘χει
Τώρα
με εύνοια Θεών, θαλασσοταξιδεύουν
τσ’
ακτογραμμές της Αττικής, προς δυτικά γυρεύουν
και
μόλις τσ’ αντικρύζουνε, χαρά τους πλημυρίζει
που
ζωντανούς η τύχη τους, τους οπισογυρίζει.
Μ’
από τον ενθουσιασμό,ο νούς τους άλλα πράττει
και
λησμονούν άσπρο πανί, ν’ απλώσουν στο κατάρτι
Ξεχάσαν
πως στο Σούνιο, τσι πρόσμενε ο Αιγέας
να
΄δεί οπίσω ζωντανός, αν γύριζε ο Θησέας.
Και
μόλις βλέπει ο δυστυχής, μαύρο πανί στα ξάρτια
πόνος
φουντώνει στην καρδιά και κάνει την κομμάτια..
Σίγουρος
πώς δεν πρόκειται, να ξαναδεί τον γιό του
άλλη
χαρά απ’ την ζωή, δεν καρτεράει μπλιό ντου
Κι’
απεγνωσμένα σπρώχνει τον, εις τον γκρεμό η μοίρα
αργοθαλασσοπνίγοντας,
την πάσα του ελπίδα…
Το
όνομά του αθάνατο, στην ιστορία ετέθει
και
ως Αιγαίον Πέλαγος, εχαρτομνημονεύθει..!!!!!!
Διαμαντάκης Γιάννης....14 - 7 - 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου